Κρότοι

Κρότοι
Κρότος
rattling noise
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρότοι — κρότος rattling noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плескъ — ПЛЕСК|Ъ (1*), А с. Рукоплескание: Не дыѥва се сѣмена… ни киринѣтьстии звуци и плесци. и плѧсань˫а въ ѡружьи. (κρότοι) ГБ к. XIV, 15а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βροντητά — τα [βροντώ] αλλεπάλληλες βροντές ή δυνατοί κρότοι …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποχθόνιος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος: Στο σεισμό ακούονται υποχθόνιοι κρότοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”